άγραμμος

άγραμμος
-η, -ο (Α ἄγραμμος, -ον) [γραμμή]
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος
μσν.
(για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άγραμμος — η, ο χωρίς γραμμές, αχαράκωτος: Δώσε μου μια κόλλα άγραμμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄγραμμα — ἄγραμμος not on the line neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”